prick$63857$ - translation to ελληνικό
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT
Εισάγετε μια λέξη ή φράση σε οποιαδήποτε γλώσσα 👆
Γλώσσα:

Μετάφραση και ανάλυση λέξεων από την τεχνητή νοημοσύνη ChatGPT

Σε αυτήν τη σελίδα μπορείτε να λάβετε μια λεπτομερή ανάλυση μιας λέξης ή μιας φράσης, η οποία δημιουργήθηκε χρησιμοποιώντας το ChatGPT, την καλύτερη τεχνολογία τεχνητής νοημοσύνης μέχρι σήμερα:

  • πώς χρησιμοποιείται η λέξη
  • συχνότητα χρήσης
  • χρησιμοποιείται πιο συχνά στον προφορικό ή γραπτό λόγο
  • επιλογές μετάφρασης λέξεων
  • παραδείγματα χρήσης (πολλές φράσεις με μετάφραση)
  • ετυμολογία

prick$63857$ - translation to ελληνικό

WIKIMEDIA DISAMBIGUATION PAGE
Pricker; Pricks; Prick (disambiguation); Prick (album)

prick      
n. αγκύλωμα, κέντρο, πούτσος, σουβλί

Ορισμός

prick
(pricks, pricking, pricked)
1.
If you prick something or prick holes in it, you make small holes in it with a sharp object such as a pin.
Prick the potatoes and rub the skins with salt...
He pricks holes in the foil with a pin.
VERB: V n, V n prep
2.
If something sharp pricks you or if you prick yourself with something sharp, it sticks into you or presses your skin and causes you pain.
She had just pricked her finger with the needle.
VERB: V n
3.
If something pricks your conscience, you suddenly feel guilty about it. If you are pricked by an emotion, you suddenly experience that emotion.
Most were sympathetic once we pricked their consciences...
VERB: V n
4.
A prick is a small, sharp pain that you get when something pricks you.
At the same time she felt a prick on her neck.
N-COUNT
5.
A man's prick is his penis. (INFORMAL, VERY RUDE)
N-COUNT: poss N

Βικιπαίδεια

Prick

Prick may refer to:

  • Prick (manufacturing), a style of marking tool
  • Goad or prick, a traditional farming implement
  • Fingerprick, a wound for blood sample
  • Prick (slang), vulgar slang for human penis or a derogatory term for a male
  • Prick (magazine), a free tattoo and piercing monthly in Atlanta, Georgia, US